- εύκρατος
- -η, -ογια κλίμα, μέτριος, ούτε πολύ θερμός ούτε πολύ ψυχρός: Εύκρατες χώρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek
εὔκρατος — εὔκρᾱτος , εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκρητον — εὔκρατος well tempered masc/fem acc sg (ionic) εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρήτου — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut gen sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρήτῳ — εὔκρατος well tempered masc/fem/neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκρητα — εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκρητοι — εὔκρατος well tempered masc/fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκρητος — εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρατότερον — εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered adverbial comp εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered masc acc comp sg εὐκρᾱτότερον , εὔκρατος well tempered neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύρος — Η απόσταση ανάμεσα στις πλησιέστερες πλευρές μιας επιφάνειας (αλλιώς φάρδος ή πλάτος). Ε. τόξου ονομάζεται η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων του. (Αστρον.) Το συμπλήρωμα του αζιμουθίου αστέρα κατά την ανατολή ή τη δύση του. Δίνεται από τον τύπο:… … Dictionary of Greek